τυμβίδιος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβίδιος Medium diacritics: τυμβίδιος Low diacritics: τυμβίδιος Capitals: ΤΥΜΒΙΔΙΟΣ
Transliteration A: tymbídios Transliteration B: tymbidios Transliteration C: tymvidios Beta Code: tumbi/dios

English (LSJ)

[ῐδ], η, ον, at a funeral or at a tomb, ἀγών, Ἑκάτη, Τύχη, Orph.A.577, H.1.3, 72.5.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίδιος: -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ τύμβιος, τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης θυμίαμα).

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) τύμβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οἰκ-ίδιος)].