τρυγηφάγος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφάγος Medium diacritics: τρυγηφάγος Low diacritics: τρυγηφάγος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: trygēphágos Transliteration B: trygēphagos Transliteration C: trygifagos Beta Code: trughfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring crops, Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, Archil.97.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον = σιτοφάγος, οὔτε σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· ὡσαύτως, ἀ-τρυγηφάγος, «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-τρυγηφάγος, ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les récoltes.
Étymologie: τρύγη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

και ὀτρυγηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρέφεται με τρύγη, με δημητριακά, σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φάγος. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)].

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφάγος: (ᾰ) пожирающий плоды Plut.