τρωγάλια

From LSJ
Revision as of 10:44, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγάλια Medium diacritics: τρωγάλια Low diacritics: τρωγάλια Capitals: ΤΡΩΓΑΛΙΑ
Transliteration A: trōgália Transliteration B: trōgalia Transliteration C: trogalia Beta Code: trwga/lia

English (LSJ)

[ᾰλ], τά, (τρώγω) fruits eaten at dessert, figs, nuts, etc., like τραγήματα (which is the older word, acc. to Arist.Fr.104 (where sg. -αλίου)), Ar.Pax772, Pl.798, IG12(5).647.12 (Ceos, iii B. C.), Poll. 6.79:—sg. also in Pi.Fr.124, Phld.Mus.p.76 K., Plu.2.133c.—Adj. τρωγ-άλιος, = τρωκτός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγάλια: τά, (τρώγω) καρποὶ τρωγόμενοι κατὰ τὸ τέλος τοῦ δείπνου ὡς ἐπιδορπίσματα, οἷον ἰσχάδες, σῦκα, κάρυα, μέσπιλα, ἀμυγδάλαι, κάρυα Περσικά, κλπ., ὡς τὸ τραγήματα (ὅπερ εἶναι ἡ παλαιοτέρα ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος λέξις κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 100), Ἀριστοφ. Εἰρ. 772, Πλ. 798, Πολυδ. ϛʹ, 79· - ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, οἷον ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 94, ἐν Πλουτ. 2. 133C. - Τὸ ἐπίθετ. τρωγάλιος, = τρωκτός, μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τα, ΝΑ
οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + κατάλ. -άλια, πληθ. του -άλιον (πρβλ. τροφ-άλιον)].

Greek Monotonic

τρωγάλια: τά (τρώγω), καρποί που τρώγονται στο τέλος του δείπνου ως επιδόρπιο, σύκα, καρύδια, ζαχαρωτά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρωγάλια, ων, τά, τρώγω
fruits eaten at dessert, figs, nuts, sweetmeats, Ar.