ἀπολείχω

From LSJ
Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολείχω Medium diacritics: ἀπολείχω Low diacritics: απολείχω Capitals: ΑΠΟΛΕΙΧΩ
Transliteration A: apoleíchō Transliteration B: apoleichō Transliteration C: apoleicho Beta Code: a)polei/xw

English (LSJ)

lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.

German (Pape)

[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer c. ac. τὸν σίαλον Ath.250a, cf. Sch.Er.Il.21.123 (p.85)
c. gen. τρὶς δ' ἀπέλειξε φόνου tres veces lamió la sangre A.R.4.478.

English (Strong)

from ἀπό and leicho (to "lick"); to lick clean: lick.

English (Thayer)

(imperfect ἀπέλειχον); to lick off, lick up: R G; cf. ἐπιλείχω. (Apollonius Rhodius, 4,478); Athen. vi. c. 13, p. 250a.)

Greek Monolingual

ἀπολείχω (Α) λείχω
αφαιρώ, καθαρίζω γλείφοντας.

Greek Monotonic

ἀπολείχω: μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπολείχω: слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v.l. ἐπιλείχω).

Middle Liddell

to lick clean, NTest.

Chinese

原文音譯:¢pole⋯cw 阿坡-累何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-舐
字義溯源:餂淨,餂,舐;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λειτουργός)X*=舔,舐)組成。(註:和合本以 (ἐπιλείχω)代替 (ἀπολείχω / ἐπιλείχω / λείχω / περιλείχω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 舐(1) 路16:21