ἡμίθραυστος

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθραυστος Medium diacritics: ἡμίθραυστος Low diacritics: ημίθραυστος Capitals: ΗΜΙΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthraustos Transliteration B: hēmithraustos Transliteration C: imithrafstos Beta Code: h(mi/qraustos

English (LSJ)

ον, half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. άθραυστος, εύθραυστος].

Greek Monotonic

ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).

Middle Liddell

ἡμί-θραυστος, ον θραύω
half-broken, Eur., Anth.