ἵλασμα
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ατος, τό, propitiation, Orac. ap. Phleg.Macr.4.
German (Pape)
[Seite 1251] τό, Sühnung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἵλασμα: τό, ἱλασμός, Χρησμ. Σιβυλλ. παρὰ τῷ Ζωσίμῳ 2. 6.
Greek Monolingual
ἵλασμα, -άσματος, τὸ (Α) ιλάσκομαι
εξιλέωση, εξευμένιση.