ὀλοφυγγών

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυγγών Medium diacritics: ὀλοφυγγών Low diacritics: ολοφυγγών Capitals: ΟΛΟΦΥΓΓΩΝ
Transliteration A: olophyngṓn Transliteration B: olophyngōn Transliteration C: olofyggon Beta Code: o)lofuggw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, Theoc.9.30 (v.l. -φυγδών as in Hsch.).

Greek Monolingual

ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, -όνος, ἡ (Α)
φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως της γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. πρη-δών «φλόγωση, πρήξιμο» και πυθε-δών, «σάπισμα» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. είναι το ὀλοφυγγών, του οποίου όμως η κατάλ. είναι δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

ὀλοφυγγών: -όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυγγών: v.l. ὀλοφυγδών, όνος ἡ волдырь, прыщ Theocr.