ὀμιχλώδης

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμιχλώδης Medium diacritics: ὀμιχλώδης Low diacritics: ομιχλώδης Capitals: ΟΜΙΧΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omichlṓdēs Transliteration B: omichlōdēs Transliteration C: omichlodis Beta Code: o)mixlw/dhs

English (LSJ)

v. ὀμιχλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.