ὑπανερπύζω
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
creep up secretly or softly, Ael.NA5.3.
German (Pape)
[Seite 1182] allmälig, heimlich herauskriechen, Ael. H. A. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανερπύζω: βραδέως καὶ ἀνεπαισθήτως ἀνερπύζω, ἀνέρχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 5. 3.
French (Bailly abrégé)
grimper doucement.
Étymologie: ὑπό, ἀνερπύζω.
Greek Monolingual
Α
ανέρχομαι έρποντας αργά και ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνερπύζω «ανεβαίνω έρποντας»].