ὑπονέω

From LSJ
Revision as of 11:09, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονέω Medium diacritics: ὑπονέω Low diacritics: υπονέω Capitals: ΥΠΟΝΕΩ
Transliteration A: hyponéō Transliteration B: hyponeō Transliteration C: yponeo Beta Code: u(pone/w

English (LSJ)

swim under, Arist.HA631a18, Ael.NA9.35; τοῖς φρυγάνοις ib.5.23:—Med., ὑπονησαμένη having dived under, passed under, Hp.Oss.18, as restored from Gal.19.149, cf. Erot.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Ggstz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέω: ὑποκολυμβάω, ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].
-άω, Α
διανοίγω χέρσα γη με άροτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < < ὑπ(ο)- + νεῶ (Ι) «καλλιεργώ τη γη»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπονέω: уплывать вглубь, нырять (δελφῖνες ὑπονέοντες Arst.).