ὑπότροφος

From LSJ
Revision as of 11:09, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότροφος Medium diacritics: ὑπότροφος Low diacritics: υπότροφος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypótrophos Transliteration B: hypotrophos Transliteration C: ypotrofos Beta Code: u(po/trofos

English (LSJ)

ον, reared at the breast, νεᾶνις E.IA1204 (v.l. ὑπόστροφον).

German (Pape)

[Seite 1237] v.l. für ὑπόστροφος, Eur. I. A. 1204.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότροφος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστὸν τραφεὶς (πρβλ. ὑπόπορτις), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1204, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.· ἀλλ’ ὁ Ald. ὑπόστροφον, ὅθεν ὁ Heath ὑπότροπος· ὁ Scalig. ὑπόροφον. Ἴδε σημ. Paley.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπότροφος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν ὑποτρέφω
νεοελλ.
(για σπουδαστές) αυτός που σπουδάζει με δαπάνες άλλου, συνήθως ιδρύματος ή κρατικού οργανισμού
αρχ.
1. αυτός που έχει τραφεί με θηλασμό
2. το θηλ. ως ουσ.ὑπότροφος
η βοηθός της τροφού.