ὑπότραυλος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον, lisping a little, Hp.Epid. 7.3.
German (Pape)
[Seite 1236] ein wenig stammelnd, stotternd, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότραυλος: -ον, ὁ τραυλίζων ὀλίγον, γλῶσσα ὑπότραυλος ὑπὸ ξηρότητος Ἱππ. 1207Ε.