ὑπότριτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, contained 1 1/3 times, standing to another number in the ratio 3:4, Mart.Cap.7.761.
German (Pape)
[Seite 1237] bezeichnet das Verhältniß, nach welchem eine Zahl um ein Drittheil kleiner ist, als eine andere, Ggstz von ἐπίτριτος, Nicom.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότρῐτος: -ον, ἐπὶ ἀριθμῶν, ὧν ὁ λόγος ἔχει οὕτως ὥστε ὁ ἕτερος εἶναι μικρότερος κατὰ 1/3 (π.χ. ὁ λόγος ⅔), τὸ ἀντίστροφον τοῦ ἐπίτριτος, Ἀρχ. Μουσ.
Greek Monolingual
-ον, Α τρίτος
αριθμός μικρότερος κατά ένα τρίτο από άλλον, ίσος προς τα δύο τρίτα κάποιου άλλου.