κυνοθαρσής

From LSJ
Revision as of 16:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοθαρσής Medium diacritics: κυνοθαρσής Low diacritics: κυνοθαρσής Capitals: ΚΥΝΟΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: kynotharsḗs Transliteration B: kynotharsēs Transliteration C: kynotharsis Beta Code: kunoqarsh/s

English (LSJ)

ές, impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.

Greek Monolingual

κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].

Greek Monotonic

κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοθαρσής: Theocr. = κυνοθρασύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές [κύων, θάρσος] hondsbrutaal.

Middle Liddell

κῠνο-θαρσής, ές θάρσος
impudent as a dog, Theocr.