παῦσις

From LSJ
Revision as of 06:50, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῦσις Medium diacritics: παῦσις Low diacritics: παύσις Capitals: ΠΑΥΣΙΣ
Transliteration A: paûsis Transliteration B: pausis Transliteration C: paysis Beta Code: pau=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, stopping, ceasing, LXX Je.31(48).2.

German (Pape)

[Seite 538] ἡ, das Aufhörenmachen, Stillen, LXX. u. a. Sp.

Greek Monolingual

και πάψη και πάψιμο / παῦσις, ἡ, ΝΑ παύω
η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση»)
2. συνεκδ. το σχετικό έγγραφο («του κοινοποιήθηκε η παύση»)
3. στον πληθ. οι παύσεις
(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων
4. μουσ. χρονική διάρκεια χωρίς ήχο σε ένα μουσικό μέλος
5. μουσ. παύση ή σημείο παύσεως
το μουσικό σημείο που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη διάρκεια της παύσης («παύση ογδόου»).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παῦσις -εως, ἡ [παύω] onderbreking. Hp.

Greek (Liddell-Scott)

παῦσις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ´, 2).