ἐλάτης

From LSJ
Revision as of 13:58, 1 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτης Medium diacritics: ἐλάτης Low diacritics: ελάτης Capitals: ΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: elátēs Transliteration B: elatēs Transliteration C: elatis Beta Code: e)la/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,= A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37. II epithet of Poseidon at Athens, Hsch.

German (Pape)

[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.