ἐφίδρωσις
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
εως, ἡ, superficial perspiration, Plu.Brut.25 (pl.), Gal. 16.601.
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, Schweiß am Oberleibe, od. leichter, dünner Schweiß, Medic. Bei Plut. Brut. 25 will man ἀφίδρωσις vorziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἢ τὸν θώρακα γινομένη ἐλαφρὰ ἵδρωσις, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπὶ ὅλου τοῦ σώματος, Πλουτ. Βροῦτ. 25. Γαλην.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transpiration facile ou abondante.
Étymologie: ἐπί, ἱδρόω.
Greek Monotonic
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ (ἱδρόω), ελαφρό ίδρωμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφίδρωσις: εως ἡ испарина Plut.
Middle Liddell
ἐφίδρωσις, εως ἱδρόω
superficial perspiration, Plut.