ἐρίπλευρος

From LSJ
Revision as of 11:55, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίπλευρος Medium diacritics: ἐρίπλευρος Low diacritics: ερίπλευρος Capitals: ΕΡΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: erípleuros Transliteration B: eripleuros Transliteration C: eriplevros Beta Code: e)ri/pleuros

English (LSJ)

ον, with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.

German (Pape)

[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.

English (Slater)

ἐρίπλευρος, -ον strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρίπλευρος: с крепкими боками (φυά Pind.).