Πελοποννησιακός
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Péloponnèse ; τὰ Πελοποννησιακά, l'époque de la guerre du Péloponnèse.
Étymologie: Πελοπόννησος.
Russian (Dvoretsky)
Πελοποννησιακός: пелопоннесский Plat.
Middle Liddell
Πελοποννησιακός, ή, όν
Peloponnesian, Strab.