καλλίπρῳρος

From LSJ
Revision as of 10:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπρῳρος Medium diacritics: καλλίπρῳρος Low diacritics: καλλίπρωρος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kallíprōiros Transliteration B: kalliprōros Transliteration C: kalliproros Beta Code: kalli/prw|ros

English (LSJ)

ον, (πρῷρα) with beautiful prow, of ships, E.Med.1335: metaph., of men, with beautiful face, beautiful, βλάστημα A.Th.533; στόμα κ. Id.Ag.235 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ἔχων ὡραῖαν πρῷραν, ἐπὶ πλοίων, τὸ καλλίπρῳρον Ἀργοῦς σκάφος Εὐρ. Μήδ. 1335: - μεταφ., επὶ ἀνθρώπων, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, ὡραῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 533. στόμα καλλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 235. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίπρῳρον· εὐπρόσωπον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la belle proue;
2 à l'aspect gracieux, de belle apparence.
Étymologie: καλός, πρῷρα.

Greek Monotonic

καλλίπρῳρος: -ον (πρῴρα), αυτός που έχει όμορφη πλώρη, σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ωραίος, όμορφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπρῳρος:
1) (о корабле), с красивой носовой частью (Ἀργοῦς σκάφος Eur.);
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπρῳρος en καλλίπρωιρος -ον [καλός, πρῷρα] met mooie voorsteven:; τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῦς σκάφος het schip de Argo, met zijn mooie voorsteven Eur. Med. 1335; overdr. fraai gevormd:. στόμα καλλίπρῳρος haar fraai gevormde mond Aeschl. Ag. 235.

Middle Liddell

καλλί-πρῳρος, ον πρῴρα
with beautiful prow, Eur.:— metaph. with beautiful face, beautiful, Aesch.

English (Woodhouse)

with beautiful cheeks, with beautiful prow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)