δακτυλῖτις
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
ἡ, = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.
German (Pape)
[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.
Greek Monolingual
η (Α δακτυλῑτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].