διαιτητήριον

From LSJ
Revision as of 10:50, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητήριον Medium diacritics: διαιτητήριον Low diacritics: διαιτητήριον Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: diaitētḗrion Transliteration B: diaitētērion Transliteration C: diaititirion Beta Code: diaithth/rion

English (LSJ)

τό, (δίαιτα 11.1) in plural, dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.

German (Pape)

[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.

Spanish (DGE)

-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.

Greek Monolingual

διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.

Greek Monotonic

δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.

Middle Liddell

δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.