ἀνθρωπάριον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄνθρωπος, manikin, Eup.26D., Ar.Pl.416, Demad.51 (of Demosthenes), Arr.Epict.1.3.5.
German (Pape)
[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον ἀνθρωπάριον Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰρ-]
hombrecillo Eup.329A, Ar.Pl.416, Demad.89 (de Demóstenes), Arr.Epict.1.3.5, M.Ant.3.10, 7.23.
Greek Monotonic
ἀνθρωπάριον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, ανθρωπάκι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπάριον: τό человечек Arph.