τριγωνίζω

From LSJ
Revision as of 09:29, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.). 2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.). II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς -ίζεται Hippiatr.95. III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία -ίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα -ίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.