ἀνατυλίσσω

From LSJ
Revision as of 08:25, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατῠλίσσω Medium diacritics: ἀνατυλίσσω Low diacritics: ανατυλίσσω Capitals: ΑΝΑΤΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: anatylíssō Transliteration B: anatylissō Transliteration C: anatylisso Beta Code: a)natuli/ssw

English (LSJ)

Att. ἀνατυλίττω, unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.

French (Bailly abrégé)

dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.

Spanish (DGE)

1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.

Greek Monolingual

ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2. ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.

Greek Monotonic

ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατῠλίσσω: атт. ἀνατῠλίττω
1) разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);
2) снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).

Middle Liddell

to unroll, βιβλία Luc.