prisión
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Spanish > Greek
ἀναγκαῖον, ἀναγκαῖος, ἀνώγαιον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, γόργυρα, δεκανικός, δεσμευτήριον, δεσμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμοφυλάκιον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, δραπεταγώγιον, ἐγκλειστήριον, ἐγκλείστρα, εἶργμα, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, εἱρκτή, ἑρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, οἴκημα, ὁρκάνα, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τήρησις, τηρητήριον, φρουρά, φρούριον, φυλακή