πρεσβείο
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
το / πρεσβεῖον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α πρέσβυς
1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία
τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ' αρχαιότητα σε ένα αξίωμα
2. φρ. α) «πρεσβεία τιμής» — αναγνώριση τιμητικών πρωτείων στον πάπα και στον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης από τον 5ο αιώνα
β) «πρεσβεία χειροτονίας» — τιμητική διάκριση ορισμένων κληρικών ανάμεσα σε ομοιόβαθμούς τους, επειδή χειροτονήθηκαν πριν από αυτούς
αρχ.
1. δώρο που προσέφεραν στους ηλικιωμένους σε ένδειξη σεβασμού, αριστείο
2. δικαίωμα
3. το μερίδιο που αντιστοιχεί στον γεροντότερο από μια κληρονομία
4. η γεροντική ηλικία
5. φρ. «πρεσβεῖα γῆς» — η κυριαρχία της γης.