Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
Full diacritics: κονιᾱτήρ | Medium diacritics: κονιατήρ | Low diacritics: κονιατήρ | Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΡ |
Transliteration A: koniatḗr | Transliteration B: koniatēr | Transliteration C: koniatir | Beta Code: koniath/r |
ῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).
κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].