κονιατήρ

From LSJ
Revision as of 19:41, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιᾱτήρ Medium diacritics: κονιατήρ Low diacritics: κονιατήρ Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΡ
Transliteration A: koniatḗr Transliteration B: koniatēr Transliteration C: koniatir Beta Code: koniath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].