συνάχι

From LSJ
Revision as of 20:00, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη () με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].