συναρπαστικός
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].