συναρπαστικός

From LSJ
Revision as of 20:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].