σύγκραση
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
η / σύγκρασις -άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, -ήσεως, Α συγκεράννυμι
1. η ενέργεια του συγκεράννυμι, σύμμιξη, ανάμιξη
2. εκκλ. η ένωση με τον θεό
αρχ.
1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.)
2. αστρον. ο συνδυασμός τών επιδράσεων τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. α) «ὁ καιρὸς τῆς συγκράσεως» — η στιγμή κατά την οποία το έδεσμα δεν είναι ούτε πολύ θερμό ούτε πολύ ψυχρό (Αλεξ.)
β) «ἡ σύγκρασις τοῦ ἔτους» — εποχή, κλίμα του έτους (Διοσκ.)
γ) «ἡ εἰς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς σύγκρασις» — κράμα ολιγαρχίας και δημοκρατίας (Θουκ.).