διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: συνεκπῐέζω | Medium diacritics: συνεκπιέζω | Low diacritics: συνεκπιέζω | Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΕΖΩ |
Transliteration A: synekpiézō | Transliteration B: synekpiezō | Transliteration C: synekpiezo | Beta Code: sunekpie/zw |
premo, Gloss.
[Seite 1012] mit oder zugleich ausdrücken, Geopon.
συνεκπιέζω: διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω ὁμοῦ· ῥηματ. ἐπίθ. συνεκπιεστέον, Γεωπον. 3. 7, 1.
Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].