σύγγαμβρος

From LSJ
Revision as of 20:15, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, Mitschwager, Poll. 3, 32.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σύγαμπρος Ν
καθένας από τους άνδρες που οι γυναίκες τους είναι αδελφές, κν. μπατζανάκης
αρχ.
γαμπρός σε σχέση με τον αδελφό της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γαμβρός / γαμπρός].