κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
[Seite 961] ὁ, Mitschwager, Poll. 3, 32.
ο, ΝΜΑ, και σύγαμπρος Ν
καθένας από τους άνδρες που οι γυναίκες τους είναι αδελφές, κν. μπατζανάκης
αρχ.
γαμπρός σε σχέση με τον αδελφό της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γαμβρός / γαμπρός].