ναυπηγός

From LSJ
Revision as of 09:00, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγός Medium diacritics: ναυπηγός Low diacritics: ναυπηγός Capitals: ΝΑΥΠΗΓΟΣ
Transliteration A: naupēgós Transliteration B: naupēgos Transliteration C: nafpigos Beta Code: nauphgo/s

English (LSJ)

ὁ, (πήγνυμι) shipbuilder, shipwright, Th.1.13, Pl.R.333c, al., PPetr.2 p.61 (iii B. C.), PCair.Zen.270.8 (iii B.C.):—written ναϝυπηγός IG12.672; ναπηγός ib.428.

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe zusammenfügend, ὁ, Schiffszimmermann, Schiffsbauer; Thuc. 1, 13; Plat. Gorg. 455 b Rep. I, 333 c; Pol. 1, 20, 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγός: ὁ, (πήγνυμι) ὁ ναυπηγῶν, κατασκευάζων πλοῖα, Θουκ. 1. 13, Πλάτ. Πολ. 333C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
constructeur de navires.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός)
(γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῦς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.)
νεοελλ.
(ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες της κατασκευής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ασπιδο-πηγός.

Greek Monotonic

ναυπηγός: ὁ (πήγνυμι), κατασκευαστής πλοίων, ναυπηγός, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγός:кораблестроитель Thuc., Plat., Arst.

Middle Liddell

ναυ-πηγός, οῦ, ὁ, πήγνυμι
a shipwright, Thuc., Plat.