δεκέμβολος
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ον, with ten beaks, ναῦς A.Fr..133.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene diez espolones de la nave de Néstor, A.Fr.133.
German (Pape)
[Seite 543] mit zehn Schiffsschnäbeln, Aesch. frg. 129.
Greek (Liddell-Scott)
δεκέμβολος: -ον, ὁ ἔχων δέκα ἔμβολα, ναῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 136.
Greek Monolingual
δεκέμβολος, -ον (Α)
1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει δέκα έμβολα
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκέμβολον
πλοίο με δέκα έμβολα.