διάφωνος

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφωνος Medium diacritics: διάφωνος Low diacritics: διάφωνος Capitals: ΔΙΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: diáphōnos Transliteration B: diaphōnos Transliteration C: diafonos Beta Code: dia/fwnos

English (LSJ)

ον, discordant, inconsistent, ἱστορίαι D.S.4.55, cf. Plu.2.1039d, etc.; τινί with one, Luc.Cyn.16; especially in Music, διάφωνον ἕλκειν strike a false note, Damox.2.61, cf. Hp.Vict.1.18 (metaph. of tastes), etc.; opp. σύμφωνος, Euc.Sect.Can.Praef., Theo Sm.p.49H. Adv. -νως Plu.2.1137c: c.dat., S.E.M.7.170: metaph., δ. ἵστασθαι πρός τινα Phld.Rh.1.90S.

Spanish (DGE)

-ον
I 1discrepante ἕτεραι (ἱστορίαι) D.S.4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.Cyn.16
subst. τὸ διάφωνον op. τὸ σύμφωνον Hp.Alim.40
contradictorio, incoherente μηδὲν εἰπεῖν ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95
diferente δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.Intr.Arat.18
subst. τὸ διάφωνον contradicción τὸ ὡσανεὶ δ. la aparente contradicción Didym.Gen.25.5.
2 mús. disonante τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.Sect.Can.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58
subst. τὸ δ. abstr. falta de armonía op. μέλος Aristox.Harm.25.18
concr. sonido discordante δ. ἕλκειν producir una nota discordante Damox.2.61, τὰ διάφωνα op. τὰ σύμφωνα en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.Vict.1.18.
II adv. -ως
1 en forma discrepante δ. ἵσταντα[ι] πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.Rh.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.M.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.Strom.1.21.141.
2 mús. en forma discordante πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c.

Greek (Liddell-Scott)

διάφωνος: -ον, ὁ παράφωνος, παραφωνίαν ἀποτελῶν, Διόδ. 4. 55· τινι Λουκ. Κυν. 16· διάφωνον ἕλκειν, μουσικὴ φράσις, Δαμόξ. Συντρ. 2. 61.- Ἐπίρρ. -ως, Κλήμ. Ἀλ. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
discordant ; τινι qui ne s'accorde pas avec.
Étymologie: διά, φωνή.

Greek Monolingual

-ον (ΑΝ)
1. δυσάρεστος στην ακοή, παράφωνος
2. ασύμφωνος, ανακόλουθος, αντιφατικός.

Greek Monotonic

διάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διάφωνος:
1) не согласующийся, расходящийся во мнении Diod., Plut.;
2) несогласный (τινι Luc.).

Middle Liddell

διά-φωνος, ον adj φωνή
discordant, Luc.