διαθεσμοθετέω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.
Spanish (DGE)
ordenar, prescribir, disponer normas con autoridad el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.Ti.42d, cf. Hierocl.in CA 19.4, Procl.in Cra.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.VP 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.Eun.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξαρχῆς διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.Spir.27.66.53.
German (Pape)
[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.
Russian (Dvoretsky)
διαθεσμοθετέω: приводить в порядок, упорядочивать Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θεσμοθετέω bij de wet bepalen.