διατιμητικός
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
gloss on δοκιμαστικός, Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que fija una pena, penal νόμος Hippol.Haer.5.20.3.
2 que prueba, probatorio Sud.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ διατιμητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση
2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος
μσν.
δοκιμαστικός.