δολοφροσύνη
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
ἡ, craft, subtlety, Il.19.97,112.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [ép. plu. dat. -ῃς Il.19.97, -ῃσι A.R.4.687, Colluth.369, Opp.H.3.156, AP 2.175 (Christod.)]
engaño, falacia Ἥρη ... δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν Il.l.c., Ζεὺς δ' οὔ τι δολοφροσύνην ἐνόησεν Il.19.112, τοὺς δὲ ἅμ' ἕπεσθαι ... δολοφροσύνῃσιν ἄνωγεν (Circe) con engaños les mandaba seguirla A.R.l.c., δολοφροσύνῃ δ' ἐκέκαστο Eudoc.Cypr.93B., cf. Q.S.5.210, Nonn.D.20.290, 48.685, AP l.c., c. gen. subjet. δολοφροσύναι ὀνείρων Colluth.l.c.; σηπίαι ... δολοφροσύνῃσι μέλονται Opp.l.c.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, listiger Anschlag, List; Homer zweimal, Il. 19, 97. 112; – Ap. Rh. 4, 687.
Greek (Liddell-Scott)
δολοφροσύνη: ἡ, διολιότης, πανουργία, Ἰλ. Τ. 97, 112.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ruse, fourberie.
Étymologie: δολόφρων.
English (Autenrieth)
wile, Il. 19.97 (pl.) and 112.
Greek Monolingual
δολοφροσύνη, η (AM)
δολιότητα, πανουργία.
Greek Monotonic
δολοφροσύνη: ἡ, πονηριά, δολιότητα, πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δολοφροσύνη: ἡ коварство, лукавство, хитрость Hom.
Middle Liddell
δολοφροσύνη, ἡ, n
craft, subtlety, wiliness, Il. [from δολόφρων