διορθεύω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
= διορθόω (make quite straight, set right, amend, make up, make straight, restore to order, correct, revise, make good, reconcile), only in E. Supp. 417 μὴ διορθεύων λόγους = not judging rightly of words.
Spanish (DGE)
dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.
Greek (Liddell-Scott)
διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
c. διορθόω.
Greek Monolingual
διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.
Greek Monotonic
διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διορθεύω: делать прямым: δ. λόγους Eur. правильно рассуждать.