Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Full diacritics: δυσπέτημα | Medium diacritics: δυσπέτημα | Low diacritics: δυσπέτημα | Capitals: ΔΥΣΠΕΤΗΜΑ |
Transliteration A: dyspétēma | Transliteration B: dyspetēma | Transliteration C: dyspetima | Beta Code: duspe/thma |
ατος, τό, misfortune, LXX 2 Ma.5.20.
-ματος, τό desgracia LXX 2Ma.5.20.
[Seite 687] τό, Unglücksfall, Macrob.
δυσπέτημα: τό, δυστύχημα Ἑβδ. (2 Μάκκ.ε',20).
δυσπέτημα (-ατος), το (Α)
συμφορά, δυστυχία.