βαρβαρώδης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ες, barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
Spanish (DGE)
-ες bárbaro Sch.Ar.Pax 753, Tz.H.4.600.
German (Pape)
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.
Greek Monolingual
βαρβαρώδης, -ες (Μ) βάρβαρος
βάρβαρος στους τρόπους ή στο είδος.