ἀκόνιον

From LSJ
Revision as of 12:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνιον Medium diacritics: ἀκόνιον Low diacritics: ακόνιον Capitals: ΑΚΟΝΙΟΝ
Transliteration A: akónion Transliteration B: akonion Transliteration C: akonion Beta Code: a)ko/nion

English (LSJ)

τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered by rubbing on an ἀκόνη, Dsc.1.98.

Spanish (DGE)

τό
polvillo para hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.

German (Pape)

[Seite 77] τό, Augenheilmittel, Dioscor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνιον: τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.

Greek Monolingual

ἀκόνιον, το (AM)
μσν.
το ακόνι
αρχ.
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» — η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα του φαρμάκου με τη σκόνη που παράγεται κατά τη χρησιμοποίηση του ακονιού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι].