bulwark
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, τεῖχος, τό, V. ἕρκος, τό.
Met., of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ; see defence.
Bulwark against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥύμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ή (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).
Bulwarks of a ship: V. παραρρύσεις νεώς (Aesch., Supp. 715).