ῥύμα
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, (r(e/w) = ῥεῦμα, anything that flows, stream, IG9 (1).692.5 (Corc.): metaph., θοὸν ῥ. δινεύουσα Orph.H.10.22; ἁρμονίης ῥ. Procl.H.1.4.
German (Pape)
[Seite 851] τό, = ῥεῦμα, Fluß, Strom, übh. das Fließende, Herm. Orph. H. 10, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύμα: [ῠ], τό, (ῥέω) = ῥεῦμα, πᾶν ὅ, τι ῥέει, ῥεῦμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838. b. 5· μεταφορ., θοὸν ῥύμα δινεύουσα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 22· ἁρμονίης ῥ. Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Σολ. 4.
Greek Monolingual
(I)
-ύματος, τὸ, Α
βλ. ρύμα.
(II)
-ύματος, τὸ, Α
1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία
2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν (θάνατος)», Αισχύλ.)
3. στον πληθ. τὰ ῥύματα
τα βοηθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ- του ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)] + κατάλ. -μα (πρβλ. τμήμα)].
(III)
-ατος, τὸ, (Α, ῥύμα)
1. καθετί που ρέει, το ρεύμα
2. ο ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. της λ. ῥεῦμα που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις)].
(IV)
το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑ
ναυτ. σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση, παλαμάρι
αρχ.
1. αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. είναι το τόξο («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε αντιδιαστολή προς τους «λόγχης ἰσχύς», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)
2. το διάστημα, η απόσταση που διατρέχει το τόξευμα, ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μα (πρβλ. δράμα, κύμα)].