ἀλογιστία

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλογιστία Medium diacritics: ἀλογιστία Low diacritics: αλογιστία Capitals: ΑΛΟΓΙΣΤΙΑ
Transliteration A: alogistía Transliteration B: alogistia Transliteration C: alogistia Beta Code: a)logisti/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, thoughtlessness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.

Greek Monolingual

η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλογιστία:безрассудство, неразумие Polyb., Plut.

Middle Liddell


thoughtlessness, rashness, Polyb., Plut., etc.