ἀλιτόμηνος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτόμηνος Medium diacritics: ἀλιτόμηνος Low diacritics: αλιτόμηνος Capitals: ΑΛΙΤΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: alitómēnos Transliteration B: alitomēnos Transliteration C: alitominos Beta Code: a)lito/mhnos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, = ἠλιτόμηνος, Suid. etc.; Pythag., = ὀκτάς, Theol.Ar.55.

Spanish (DGE)

v. ἠλιτόμηνος.

German (Pape)

[Seite 99] = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτόμηνος: -ον, = τῷ Ὁμηρικῷ ἠλιτόμηνος, Σουΐδ., κτλ.

Greek Monolingual

ἀλιτόμηνος, -ον (Α)
1. ο ἠλιτόμηνος
2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρημ. ἀλιταίνω) + -μηνος < μήν].