ἀλογίστευτος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, unheeded, unprovided for, τῇ προνοίᾳ Hierocl. Prov.p.466B.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tenido en cuenta c. dat. τῇ προνοίᾳ Hierocl.Prou.466a.
2 extraviado, insensato βίος Ast.Am.Hom.2.7.3.
German (Pape)
[Seite 108] nicht berechnet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογίστευτος: -ον, ἀμελούμενος, περὶ οὗ οὐδεὶς προνοεῖ, ἀλόγιστος, Ἱεροκλ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀλογίστευτος, -ον (Μ) λογιστεύω
αλόγιστος, απερίσκεπτος, παράλογος.