ἀμφικρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 12:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρέμαμαι Medium diacritics: ἀμφικρέμαμαι Low diacritics: αμφικρέμαμαι Capitals: ΑΜΦΙΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: amphikrémamai Transliteration B: amphikremamai Transliteration C: amfikremamai Beta Code: a)mfikre/mamai

English (LSJ)

Pass., A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.). 2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051. II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.

Spanish (DGE)

estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.

German (Pape)

[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.

French (Bailly abrégé)

être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.

English (Slater)

ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc., hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.

Greek Monolingual

ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].

Greek Monotonic

ἀμφικρέμᾰμαι: Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικρέμᾰμαι: досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).

Middle Liddell

to hang round, Pind.