ἀνείλλω

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείλλω Medium diacritics: ἀνείλλω Low diacritics: ανείλλω Capitals: ΑΝΕΙΛΛΩ
Transliteration A: aneíllō Transliteration B: aneillō Transliteration C: aneillo Beta Code: a)nei/llw

English (LSJ)

or ἀνείλω, = ἀνειλέω:—in Pass., shrink up or back, Pl. Smp.206d.

Spanish (DGE)

1 encogerse, replegarse τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.Smp.206d.
2 fig. desarrollar ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso Pl.Criti.109a.

German (Pape)

[Seite 220] = ἀνειλέω, Plat., med., sich zurückziehen, Conv. 206 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείλλω: ἢ ἀνείλω, = ἀνειλέω (ἴδε εἴλω): - Μέσ., ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’πίσω», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε ἀνειλέω, ἀνίλλω.

Greek Monolingual

ἀνείλλω (Α)
1. ανειλώ
2. μέσ. απομακρύνομαι, αποσύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείλλω: = ἀνειλέω.